- υποκράτησις
- -ήσεως, ἡ Αεπικράτηση, υπερίσχυση.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + κράτησις «επικράτηση, υπερίσχυση»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑποκράτησις — mastering fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποκρατήσει — ὑποκράτησις mastering fem nom/voc/acc dual (attic epic) ὑποκρατήσεϊ , ὑποκράτησις mastering fem dat sg (epic) ὑποκράτησις mastering fem dat sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποκρατήσεως — ὑποκρατήσεω̆ς , ὑποκράτησις mastering fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)